Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
(titokba) μυώ (-ήσω)▼
εγκαινιάζω▼
μυώ▼
επεμβαίνω (επέμβω, επενέβην)▼
παρέμβαση▼◼◼◼
επέμβαση▼◼◼◻
μεσολάβηση▼
περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών▼
επέμβαση στο έδαφος▼
επέμβαση στη φύση και (σ)το τοπίο▼
↑