ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

παρέμβαση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
παρέμβαση

beavatkozás◼◼◼

intervenció◼◼◼

οικονομική βοήθεια/χρηματοδοτική υποστήριξη (παρέμβαση)

pénzügyi segély

περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών

földgazdálkodási beavatkozási terület

ταμείο παρέμβασης

intervenciós alap◼◼◼