ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beállít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beállít

συσκευή◼◼◼

σύνολο◼◼◼

σειρά◼◼◻

διαρρυθμίζω

διευθετώ

προσαρμόζω

ρυθμίζω

beállítás

ρύθμιση◼◼◼

ευθυγράμμιση◼◼◻

διάταξη◼◼◻

προσαρμογή◼◼◻

επιλογή◼◻◻

παρουσίαση◼◻◻

όρος◼◻◻

διευθέτηση

szembeállítás

αντιπαράθεση◼◼◼