ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fordul (jobbra/balra)

στρίβω (-ψω)

futball

ποδόσφαιρο (το)◼◼◼

ποδοσφαιρικός

futball-labda

ποδόσφαιρο

futball: παίζω

ποδόσφαιρο (το)

futballista

ποδοσφαιριστής (ο)

ποδοσφαιρίστρια

futballozik

ποδόσφαιρο

futballpálya

γήπεδο ποδοσφαίρου

génsebészetre vonatkozó jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη (για τη) γενετική μηχανική

globális

παγκόσμιος◼◼◼

καθολικός◼◻◻

globális egyezmény

παγκόσμια σύμβαση/παγκόσμιο συνέδριο

Globális felmelegedés

Παγκόσμια θέρμανση

globális felmelegedés

επίδραση του φαινομένου του θερμοκηπίου

παγκόσμια θέρμανση

σταδιακή αύξηση

φαινόμενο του θερμοκηπίου

Globális Környezeti Alap

Διεθνές Ταμείο για το Περιβάλλον (ΔΤΠ)

globális modell

παγκόσμιο πρότυπο

globális vonatkozás

παγκόσμια πτυχή/πλανητική προοπτική

globálisan

παγκόσμια◼◼◼

globalizáció

παγκοσμιοποίηση◼◼◼

hang, kiabálás

φωνή (η)

Hannibal

Αννίβας

himbálózik

κουνιέμαι

hőlégballon

αερόστατο◼◼◼

hosszúszárnyú bálna

μεγάπτερη φάλαινα◼◼◼

igyekezet, próbálkozás

προσπάθεια (η)

iparra vonatkozó jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη (για τη) βιομηχανία

jog (szabálygyűjtemény)

δίκαιο◼◼◼

δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου)◼◼◼

jogi szabály

δικαστική απόφαση/δικαστικός κανόνας

jogi szabályozás

νομική ρύθμιση/νομικός κανονισμός (κανόνας)

jogszabály-gyűjtemény

κώδικας/κωδικός

jogszabálytervezet

σχέδια νόμου/νομοσχέδια

kabala

φυλαχτό

kabalafigura

μασκότ◼◼◼

kannibál

κανίβαλος

kannibalizmus

κανιβαλισμός◼◼◼

2345

Το ιστορικό σας