ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

παγκόσμια σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
παγκόσμια

globálisan◼◼◼

Παγκόσμια θέρμανση

Globális felmelegedés

παγκόσμια θέρμανση

globális felmelegedés

Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας

Egészségügyi Világszervezet◼◼◼

παγκόσμια πτυχή/πλανητική προοπτική

globális vonatkozás

παγκόσμια σύμβαση/παγκόσμιο συνέδριο

globális egyezmény

τοποθεσία παγκόσμιας κληρονομιάς

világörökség része