ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στρίβω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στρίβω (-ψω)

befordul

fordul (jobbra/balra)

στρίβω (-ψω), κάνω στροφή

kanyarodik