ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

börtön σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
börtön

φυλακή◼◼◼

φυλάκιση◼◻◻

κάθειρξη◼◻◻

δεσμωτήριο

η φυλακή

φρέσκο

börtönökre vonatkozó törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τα σωφρονιστικά καταστήματα

bebörtönöz

φυλακίζω

földalatti börtön

μπουντρούμι

Το ιστορικό σας