ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φρέσκο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φρέσκο

friss◼◼◼

börtön

freskó

φρέσκο κρεμμύδι

újhagyma

φρέσκος

édes◼◼◼

φρέσκος-ια-ο

friss