Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
πονάω▼
πονώ (-άω, έσω)▼
τραυματίζω▼
δείγμα αίματος▼
πονάω πολύ▼
πονάτε εαν πιέσω εδώ;▼
που πονάτε▼
η πλάτη μου πονάει▼
πονάει η πλάτη μου / πονάω στην πλάτη▼
έχω ένα πονόδοντο▼
έχω πονοκέφαλο▼
τα ... μου πονάνε▼
δεν μπορώ να διαβάσω γιατί πονάνε τα μάτια μου, (elvisel) αντέχω (-ξω)▼
↑