ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

a ... fáj σημαίνει σε ελληνικά

Αποτελέσματα: a … fáj
Θα προτιμούσα να αναζητήσω αυτό: < a href="/ουγγρικα-ελληνικα-λεξικο/a%20...%20f%C3%A1j?nofix" title="a ... fáj">5$
ουγγρικάελληνικά
fáj

πονάω

πονώ (-άω, έσω)

τραυματίζω

fáj itt

δείγμα αίματος

itt fáj

πονάτε εαν πιέσω εδώ;

mindenem fáj

πονάω πολύ

hol fáj?

που πονάτε

fáj a fogam

έχω ένα πονόδοντο

fáj a hátam

η πλάτη μου πονάει

πονάει η πλάτη μου / πονάω στην πλάτη

fáj a fejem

έχω πονοκέφαλο

a ... fáj

τα ... μου πονάνε

nem bírok olvasni, mert fáj a szemem

δεν μπορώ να διαβάσω γιατί πονάνε τα μάτια μου, (elvisel) αντέχω (-ξω)

Το ιστορικό σας