ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

üt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sütemény

κέικ◼◼◼

βούτημα

γλύκισμα

μπισκότο

τούρτα

süti

βούτημα

μπισκότο

sütkérezik

λιάζομαι

sütni

παπιγιόν

sütés-főzés

μαγειρική

sütő

ψήσιμο◼◼◼

φούρνος◼◼◼

αρτοποιία◼◼◻

κουζίνα◼◻◻

αρτοποιός

καμίνι

φουρνάρισσα

φούρναρης

sütőkemence

φούρνος

sütőtök

κολοκύθα

κολοκύθι

teasütemény

μπισκότο

teniszütő

ρακέτα του τένις

tollasütő

ρακέτα του μπάντμιντον

tudományos együttműködés

επιστημονική συνεργασία◼◼◼

tünetegyüttes

σύνδρομο◼◼◼

van kedvenc együttesed?

έχεις κανένα αγαπημένο συγκρότημα;

vmivel együtt, vmi társaságában

παρέα με

áramütés

ηλεκτροπληξία◼◼◼

σοκ◼◻◻

átüt

διαπερνώ

összeütközés

σύγκρουση◼◼◼

345

Το ιστορικό σας