ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κέικ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κέικ

sütemény◼◼◼

kalács◼◼◻

torta◼◼◻

κέικ σοκολάτας

csokoládétorta

Νήσοι Τερκς και Κέικος

Turks és Caicos-szigetek

σοκολατένιο κέικ

csokoládétorta