ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fülbevaló

σκουλαρίκι

fülcimpa

λοβός

füldugó

ωτασπίδα

fülemüle

αηδόνι

fülesbagoly

μπούφος◼◼◼

νανόμπουφος◼◼◼

γλαύκα

κουκουβάγια

füleskuvik

γκιόνης

fülfájás

πόνος στο αυτί

fülgyulladás

ωτίτιδα

fülhallgató

ακουστικά◼◼◼

ακουστικό◼◻◻

fülkagyló

αφτί

fülke

ο θάλαμος◼◼◼

θάλαμος◼◼◼

βαγόνι

ντουλάπι

fültisztító pálcika

μπατονέτα

fülzsír

κερί

κυψελίδα

fülzúgás

εμβοές◼◼◼

Fülöp

Φίλιππος

Fülöp edinburgh-i herceg

Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου

Fülöp-szigetek

Φιλιππίνες (Philippínes)

fütyül

σφυρίζω (-ξω)

σφυρίχτρα

σφύριγμα

füves terület

χορτο(ποο-)λιβαδική έκταση/λιβάδι/βοσκότοπος/λειμώνας

gazdasági épület

αγροτικό οίκημα/αγροικία

grafikus felhasználói felület

γραφική διεπαφή χρήστη

γραφικό περιβάλλον διασύνδεσης

Grafikus felhasználói felület

Γραφικό Περιβάλλον Χρήστη

gyengül

εξασθενίζω

gyárépület

βιομηχανικό κτήριο/υπόστεγο

gyülekezet

εκκλησίασμα

görbület

καμπυλότητα◼◼◼

κυρτότητα◼◻◻

gördülési zaj

κυλιόμενος (μεταπτωτικός) θόρυβος

görögül

ελληνικά

91011

Το ιστορικό σας