ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felépül

 épül

felépülés

ανάκαμψη◼◼◼

ανάρρωση◼◼◻

αποκατάσταση◼◻◻

ανάκτηση◼◻◻

felül

πάνω από◼◼◼

άνω◼◼◻

περί◼◼◻

πάνω◼◼◻

ανωτέρω◼◼◻

περίπου◼◼◻

υπεράνω

φάκελος

felület

επιφάνεια◼◼◼

διεπαφή◼◼◻

έκταση◼◻◻

felületes

αβαθής

ανάβαθος

επιπόλαιος-η/α-ο

επιφανειακός

ρηχός

τσαπατσούλικος

felületi

επιφανειακός◼◼◼

ρηχός

felületi feszültség

επιφανειακή τάση◼◼◼

felületi fényerősség

φωτεινότητα

felülvizsgál

αναθεώρηση◼◼◼

ανασκόπηση◼◼◻

επισκόπηση◼◻◻

αναθεωρώ

κριτική

ανασκοπώ

felülvizsgálat

επανεξέταση◼◼◼

αναθεώρηση◼◼◼

ανασκόπηση◼◼◻

επισκόπηση◼◼◻

κριτική◼◻◻

feszület

διασχίζω

σταυροκοπιέμαι

σταυρός

78910

Το ιστορικό σας