ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κυψελίδα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κυψελίδα

cella◼◼◼

fülzsír

léghólyag

(οδοντικό) φατνίο/(πνευμονική) κυψελίδα

léghólyag

πνευμονική κυψελίδα

léghólyag