ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ügynökség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ügynökség

οργανισμός◼◼◼

φορέας◼◼◻

οργάνωση◼◼◻

δράση◼◻◻

πράξη◼◻◻

γραφείο◼◻◻

αντιπροσωπεία◼◻◻

πρακτορείο◼◻◻

υπόθεση◼◻◻

Európai Környezetvédelmi Ügynökség

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος◼◼◼

ingatlanügynökség

μεσιτικό γραφείο◼◼◼

környezetvédelmi ügynökség

οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντος◼◼◼

οργανισμός (υπηρεσία) προστασίας του περιβάλλοντος