Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
κόλπος (kólpos)▼◼◼◼
όρμος▼◼◻◻
διαμέρισμα▼◼◻◻
αποθήκη▼
θάλαμος▼
κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα▼
στοά▼
φάτνωμα▼
φρέαρ▼
Πόλεμος του Κόλπου▼
Βοθνιακός κόλπος▼
Φινλανδικός κόλπος▼
ορμίσκος▼
κόλπος▼
↑