Ungersk-Grekisk ordbok »

öböl betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
öböl

κόλπος (kólpos)◼◼◼

όρμος◼◻◻

διαμέρισμα◼◻◻

αποθήκη

θάλαμος

κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα

στοά

φάτνωμα

φρέαρ

Öbölháború

Πόλεμος του Κόλπου

Botteni-öböl

Βοθνιακός κόλπος

Finn-öböl

Φινλανδικός κόλπος

kis öböl

ορμίσκος

kis öböl/földteknő

ορμίσκος

tengeröböl

κόλπος