ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ón σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hónalj

μασχάλη (mascháli)

hónap

μήνας◼◼◼

μήνας (mínas)◼◼◼

ο μήνας◼◼◻

δορυφόρος

σελήνη

σεληνιακός μήνας (seliniakós mínas)

φεγγάρι

φεγγάρι (fengári)

hónapos

πρώην◼◼◼

Hüperión

Υπερίων (μυθολογία)

Iaszón

Ιάσονας

Időzóna

Ζώνη ώρας◼◼◼

igazgatónő

διευθύντρια

III. Alexandrosz makedón király

Αλέξανδρος ο Μέγας

irónia

ειρωνεία

Jón-tenger

Ιόνιο Πέλαγος

Ιόνιο πέλαγος

jónak ígérkezik

θεωρείται καλό

Jónás

Ιωνάς

Kasztília és León

Καστίλλη και Λεόν◼◼◼

Katalónia

Καταλονία◼◼◼

katasztrófazóna

πληγείσα ζώνη (από καταστροφή)

katatónia

κατατονία◼◼◼

Kharón

Χάρων (μυθολογία)

Kheirón

Χείρων

Kitioni Zénón

Ζήνων ο Κιτιεύς

Kolophóni Xenophanész

Ξενοφάνης

kolónia

αποικία◼◼◼

kozmogónia

κοσμογονία

krónika

χρονικό

krónikus

χρόνιος◼◼◼

két hónapon belül vagy két hét múlva

σε δυο μήνες

körülbelül két hónapja játsszák

έχει βγει εδώ και δυο μήνες

következő hónap

τον άλλο μήνα

kúszónövény (fal)

αναρριχητικό φυτό

létezik élet más bolygón?

υπάρχει ζωή σε άλλο πλανήτη

macedón

Μακεδονικά

μακεδονικός

Μακεδόνας

1234

Το ιστορικό σας