ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ón σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Ón

Κασσίτερος◼◼◼

ón

κασσίτερος (kassíteros)◼◼◼

λευκοσίδηρος◼◻◻

λευκοσίδηρος (lefkosídiros)◼◻◻

κονσέρβα

ón/cin (elem)

κασσίτερος

ónorvég

παλαιά νορβηγικά

1-es, 2-es zónák

ζώνες μια και δυο

a beszélgetésünkre hivatkozva szeretném megerősíteni a találkozónkat január 7-e, kedd reggel 9.30-ra.

σε συνέχεια της συζήτησης μας, χαίρομαι να επιβεβαιώσω τη συνάντηση μας στις 9.30 π.μ την τρίτη, 7 ιανουαρίου.

a következő hónap

τον επόμενο μήνα◼◼◼

a vízum három hónapig érvényes

η βίζα ισχύει για τρεις μήνες

Adónisz

Άδωνις

agónia

αγωνία

βάσανο

μαρτύριο

οδύνη

πόνος

ajtónyílás

θύρα◼◼◼

άνοιγμα πόρτας

πόρτα

ajtónálló

θυρωρός

πορτιέρης

ajándék lónak ne nézd a fogát

του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια

Akherón

Αχέρων

alsónadrág

σλιπ◼◼◼

σώβρακο

βρακί

εσώρουχα

κιλότα

alsónemű

εσώρουχα◼◼◼

εσώρουχο

Ammónia

Αμμωνία◼◼◼

Aragónia

Αραγονία◼◼◼

Αραγωνία

aragóniai

αραγκονικά

Asunción

Ασουνσιόν

az amazóniai esőerdő

το αμαζόνιο δάσος

az előző hónap

τον περασμένο μήνα

begónia

μπιγκόνια

bejárónő

παραδουλεύτρα

12

Το ιστορικό σας