ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

éta σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Éta

Ήτα

analfabéta

αγράμματος

αναλφάβητος

aszkéta

ασκητής

atléta

αθλήτρια

αθλητής

atlétatrikó

φανέλα

biléta

εισιτήριο

béta

βήτα◼◼◼

Béta-bomlás

Διάσπαση βήτα

béta-sugárzás

ακτινοβολία β

ακτινοβολία βήτα

diéta

δίαιτα◼◼◼

βουλή

διαιτολόγιο

διατροφή

καθεστώς

συνέλευση

σύνοδος

diéta: κάνω δίαιτα diétázik

δίαιτα (η)

dzéta

ζήτα

gaméta

γαμέτες◼◼◼

hagyományos krétai ételek

παραδοσιακά κρητικά φαγητά, (konvencionális) συμβατικός (-ή-ό)

Illés próféta

Ηλίας (προφήτης)

konkrétan

δηλαδή◼◼◼

ήτοι◼◼◻

kréta

κιμωλία◼◼◼

γύψος◼◻◻

κρητίδα◼◻◻

κιμωλία [cimo̞ˈliˌa] , τεμπεσίρι [ˌte̞be̞ˈsiri] (from Turkish tebeşir)

κιμωλία/φυσικό ανθρακικό ασβέστιο

Κρητιδική

Kréta (időszak)

Κρητιδική περίοδος

Kréta felől jövet

ερχόμενος από την Κρήτη

margaréta

μαργαρίτα

Mohamed próféta

Μωάμεθ

Μωάμεθ (Moámeth)

muskéta

μουσκέτο

planéta

πλανήτης (planítis)

poéta

ποιητής

12

Το ιστορικό σας