ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κιμωλία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κιμωλία

kréta◼◼◼

gipsz◼◼◻

κιμωλία [cimo̞ˈliˌa] , τεμπεσίρι [ˌte̞be̞ˈsiri] (from Turkish tebeşir)

kréta

κιμωλία/φυσικό ανθρακικό ασβέστιο

kréta