ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érzékeny σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érzékeny

ευαίσθητος (-η-ο)◼◼◼

γρήγορα◼◻◻

ενδεχόμενος◼◻◻

érzékenység

ευαισθησία◼◼◼

ταχύτητα

lisztérzékenység

κοιλιοκάκη◼◼◼

vérzékenység

αιμοφιλία

ökológiailag érzékeny terület

οικολογικά ευαίσθητη περιοχή

Το ιστορικό σας