ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ευαισθησία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ευαισθησία

érzékenység◼◼◼

περιβαλλοντική συνείδηση/περιβαλλοντική ευαισθησία

környezeti tudatosság