ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érvényesít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érvényesít

άσκηση◼◼◼

érvényesítés

επιβεβαίωση◼◼◼

(jog)érvényesítés

επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή

jogérvényesítés

επιβολή του νόμου◼◼◼

környezeti jog érvényesítése

εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου

Το ιστορικό σας