ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή

(jog)érvényesítés