ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

átalakul σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
átalakul

μεταμορφώνομαι (-θώ), μετασχηματίζομαι (-στώ), αλλάζω (-ξω)

átalakulás

μετασχηματισμός◼◼◼

Το ιστορικό σας