ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μεταμορφώνομαι (-θώ), μετασχηματίζομαι (-στώ), αλλάζω (-ξω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μεταμορφώνομαι (-θώ), μετασχηματίζομαι (-στώ), αλλάζω (-ξω)

átalakul