ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τάφρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τάφρος

gödör◼◼◼

csatorna◼◼◻

sáncárok

τάφρος (táfros)

sáncárok

(αντιπλημυρικό) ανάχωμα/φράγμα/τάφρος

védőgát

απαγωγός τάφρος

kiömlés

βραχίονας ποταμού/απαγωγός τάφρος/απόβλητα/λύματα

kiömlés