ουγγρικά | ελληνικά |
---|---|
állandó | μόνιμη◼◼◼ σταθερά◼◼◻ μόνιμος◼◼◻ διαρκώς◼◼◻ σταθερός◼◼◻ κοινή◼◻◻ συνεχής◼◻◻ διαρκής◼◻◻ κανονική◼◻◻ κοινό◼◻◻ συχνή◼◻◻ κανονικό◼◻◻ |
állandó mágnes | |
állandóan | |
állandósult szókapcsolat | |
állandóság | σταθερότητα◼◼◼ μονιμότητα◼◻◻ |
ez ideiglenes vagy állandó munka? | |
több időd lenne tanulásra, ha nem néznél állandóan tévét | θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση |