Ungersk-Grekisk ordbok »

állandó betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
állandó

μόνιμη◼◼◼

σταθερά◼◼◻

μόνιμος◼◼◻

μόνιμος (-η-ο)◼◼◻

διαρκώς◼◼◻

σταθερός◼◼◻

κοινή◼◻◻

συνεχής◼◻◻

διαρκής◼◻◻

κανονική◼◻◻

κοινό◼◻◻

συχνή◼◻◻

κανονικό◼◻◻

πολυετής

πολυετές

συνηθισμένη

αδιάκοπος

ευσταθής

állandó mágnes

μαγνήτης

állandóan

ατέλειωτα

διαρκώς

μονίμως

μόνιμα

πάντοτε

σταθερά

συνέχεια

όλο

állandósult szókapcsolat

ιδίωμα

állandóság

σταθερότητα◼◼◼

μονιμότητα◼◻◻

ez ideiglenes vagy állandó munka?

είναι προσωρινή ή μόνιμη θέση;

több időd lenne tanulásra, ha nem néznél állandóan tévét

θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση