Ελληνικά-Ουγγρικά λεξικό »

συνεχίζω σημαίνει σε Ουγγρικά

ΕλληνικάΟυγγρικά
συνεχίζω

folytat

folytat, tovább...

folytatódik

tart

(megkezdett dolgot) συνεχίζω (-σω), εξακολουθώ (-ήσω)

folytat

Το ιστορικό σας