ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

folytat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
folytat

περισσότερο◼◼◼

σύνοψη◼◻◻

αναλαμβάνω

(megkezdett dolgot) συνεχίζω (-σω), εξακολουθώ (-ήσω)

εξακολουθώ

καταδιώκω

συνεχίζω

folytat, tovább...

συνεχίζω

folytatás

εξακολούθηση◼◼◼

η συνέχεια◼◼◼

folytatásos

σειρά◼◼◼

folytatódik

συνεχίζεται (-στεί)◼◼◼

συνεχίζω

folytatólagos

εξακολουθητικός

tanul, tanulmányokat folytat

σπουδάζω

Το ιστορικό σας