ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
Ρομ | romák◼◼◼ |
Ρομά | roma◼◼◼ romák◼◼◼ |
Ρομανσική | |
Ρομανσική γλώσσα | |
ρομαντικός | |
Ρομαντισμός | |
Ρομπέν των Δασών | |
Ρομπέρ | |
ρομποτική | robotika◼◼◼ |
ρομπότ | robot◼◼◼ automata◼◻◻ |
Ρομπότ | Robot◼◼◼ |
ρομπότ (rompót) | robot◼◼◼ |
(viselkedik vkivel) (συμπερι)φέρομαι (-θώ)(+σε) | |
(vmi iránt) ενδιαφέρομαι (-θώ)(+ για), (vmi felől) ρωτώ (-άω, -ήσω)(+ για) | |
(ημερήσιες παλίνδρομες) μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας | |
άβρομος | |
άνγκστρομ | |
έχω τρομερό hangover | |
αγορά/προμήθεια | |
αεροδιάδρομος | légi◼◼◼ folyosó◼◻◻ |
αερομεταφερόμενος (ατμοσφαιρικός) θόρυβος | |
αναδρομικός | |
αναδρομικός σχηματισμός | |
αναφέρομαι | hivatkozik◼◼◼ |
Ανδρομέδα (αστερισμός) | |
Ανδρομέδα (μυθολογία) | |
αντιθρομβωτικό | |
αποσύρομαι | |
από ποια ημερομηνία; | |
από τη μια πλευρά / αφ’ ενός μεν χαίρομαι ότι σε βλέπω, από την άλλη πλευρά / αφ’ ετέρου δε ξέρω ότι θα έπρεπε να είσαι αλλού | egyfelől örülök, hogy látlak, másfelől tudom, hogy máshol kéne lenned |