ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bánik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bánik

(viselkedik vkivel) (συμπερι)φέρομαι (-θώ)(+σε)

Nikosz ügyesen bánik a hangszerekkel

ο Νίκος χειρίζεται με δεξιότητα τα μουσικά όργανα

Το ιστορικό σας