ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

roma σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
roma

Ρομά◼◼◼

romans

ραιτορομανικά

Ρομανσική

Romans nyelv

Ρομανσική γλώσσα

Romantika

Ρομαντισμός

romantikus

ρομαντικός

aroma

άρωμα◼◼◼

αρωματισμός/καρύκευση/αρτύματα/αρωματική ουσία

ferromangán

σιδηρομαγγάνιο

gázkromatográfia

αεριοχρωματογραφία◼◼◼

Kromatin

Χρωματίνη

kromatográfiai elemzés

χρωματογραφική ανάλυση

Το ιστορικό σας