ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προσωπικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προσωπικός

személyi◼◼◼

személyes◼◼◻

egyéni◼◻◻

intim

személyzet

προσωπικός βοηθός / ιδαιτέρα

személyi titkár

προσωπικός μάνατζερ

személyzeti menedzser

προσωπικός υπολογιστής

személyi számítógép◼◼◼