ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

személyes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
személyes

προσωπικό◼◼◼

προσωπικός◼◻◻

kérjük tartsa magánál az összes csomagját, és minden személyes holmiját

παρακαλώ να έχετε όλες τις τσάντες και τα προσωπικά σας αντικείμενα μαζί σας

megszemélyesítés

προσωποποίηση

Το ιστορικό σας