ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

intim σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
intim

ενδόμυχος

ιδιωτικός

μύχιος

οικείος

προσωπικός

στενός

Το ιστορικό σας