ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

személyzet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
személyzet

προσωπικό◼◼◼

επανδρώνω

πεντάγραμμο

προσωπικός

személyzeti menedzser

προσωπικός μάνατζερ

biztonsági személyzet

ασφάλεια

Το ιστορικό σας