ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ο πτυχιούχος

diplomás

ο πυρετός

láz◼◼◼

ο πωλητής (η πωλήτρια)

eladó (elárusító)◼◼◼

ο σερβιτόρος, το γκαρσόνι

felszolgáló

ο σκελετός

csontváz

ο σκελετός αυτών των γυαλιών έχει σπάσει

az üveg kerete eltört

ο σκοπός, (célpont is) ο στόχος

cél

ο σκοπός αγιάζει τα μέσα

a cél szentesíti az eszközt

ο σκύλος, το σκυλί

kutya

ο σταθμός

állomás◼◼◼

ο σταυρός

kereszt◼◼◼

ο στρατιώτης, ο φαντάρος

katona

ο στρατός

hadsereg◼◼◼

katonaság◼◼◻

ο στρατώνας

laktanya

ο σύλλογος

egyesület◼◼◼

ο συμβιβασμός

kompromisszum

ο συνοικισμός

lakótelep

ο τζίτζικας

kabóca

ο τοίχος, (vár-) το τείχος

fal

ο τόκος

kamat◼◼◼

ο τόνος

hangsúly

ο τόπος

hely◼◼◼

ο τραγουδιστής (η τραγουδίστρια)

énekes

ο τραπεζικός λογαριασμός

bankszámla◼◼◼

ο τρόπος ζωής

életmód◼◼◼

ο υπαινιγμός

célzás

ο ύπνος

alvás◼◼◼

ο υπνόσακος, το σλίπινγκ-μπαγκ

hálózsák

ο φάκελος

boríték◼◼◼

ο φοιτητής (η φοιτήτρια)

egyetemista

ο φράχτης, τα κάγκελα

kerítés

ο χασάπης (tsz: -ηδες)

hentes

ο χρόνος, (időjárás is) ο καιρός

idő◼◼◼

ο χρόνος είναι χρήμα

az idő pénz

ο ψαράς (tsz: ψαράδες)

halász

ο/η αισθητικός

kozmetikus

ο/η δικηγόρος

jogász

ο/η ζωγράφος

festő

ο/η ξεναγός

idegenvezető

3456