ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hangsúly σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hangsúly

έμφαση◼◼◼

προφορά◼◻◻

τάση◼◻◻

άγχος

ο τόνος

στρες

τονίζω

τονισμός

τόνος

hangsúlyoz

έμφαση◼◼◼

τάση◼◼◻

τονίζω

τονίζω (-σω)

τόνος

hangsúlyozás

τονισμός◼◼◼

Το ιστορικό σας