ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

alvás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
alvás

ανάπαυση◼◼◼

ύπνος (ο)◼◼◻

ο ύπνος◼◻◻

κοιμάμαι

Alvás

Ύπνος◼◼◼

alvászavar

διαταραχή του ύπνου

problémáim vannak az alvással

έχω δυσκολίες με τον ύπνο