ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

énekes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
énekes

ο τραγουδιστής (η τραγουδίστρια)

τραγουδίστρια

τραγουδιστής (ο)

énekes madár

ωδικό πτηνό

énekesmadár

ωδικό πτηνό

énekes

τραγουδίστρια (η)

τραγουδιστής

karénekes

ψάλτης

Madonna (énekesnő)

Μαντόνα

Το ιστορικό σας