ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μια σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ακαδημία

akadémia◼◼◼

főiskola◼◼◻

iskola

ακυρώνω μια κράτηση

lemondani a foglalást

αλιευτική οικονομία/οικονομικά της αλιείας

halgazdaságtan

άλλη μια μπύρα παρακαλώ

még egy sört, legyen szíves

αμιαντίαση/πνευμονοκονίωση εξ αμιάντου

azbesztrészecskék belégzése okozta betegség

Αμίαντος

Azbeszt◼◼◼

αμιαντοτσιμέντο

azbesztcement◼◼◼

αμφισημία

félreérthetőség◼◼◼

kétértelműség◼◼◼

αναδεξιμιά

keresztlány

αναθυμιάσεις

füst◼◼◼

αναιμία

vérszegénység◼◼◼

anémia◼◻◻

Ανατομία

Anatómia◼◼◼

ανένας (καμία, κανένα)

egy sem

αντινομία

ellentmondás

αξιολόγηση της φυσικής κληρονομιάς

természeti örökség értékelése

από ένας (μία, ένα)

egy-egy

από τη μια πλευρά / αφ’ ενός μεν χαίρομαι ότι σε βλέπω, από την άλλη πλευρά / αφ’ ετέρου δε ξέρω ότι θα έπρεπε να είσαι αλλού

egyfelől örülök, hogy látlak, másfelől tudom, hogy máshol kéne lenned

αποζημίωση/αποκατάσταση (επανόρθωση) της ζημίας

kártalanítás

απροθυμία

vonakodás◼◼◼

αρρυθμία

aritmia

Αστρονομία

Csillagászat◼◼◼

αστρονομία

asztronómia

Αστυνομία

Rendőrség◼◼◼

αστυνομία

rendőr◼◼◼

rendőrőrs◼◼◻

αστυνομία (astynomía)

rendőrség◼◼◼

αστυνομία (η)

rendőrség◼◼◼

ασχήμια

csúfság

Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά

szellemi kulturális örökség◼◼◼

αυτονομία

autonómia◼◼◼

önkormányzat◼◻◻

önrendelkezés

βαθμιαία

fokozatosan◼◼◼

βαθμιαίος (-α-ο)

fokozatos

βαρελίσιο / χύμα είναι μια χαρά

a ház bora jó lesz

βαφτισιμιά

keresztlány

123