ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

füst σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
füst

αναθυμιάσεις◼◼◼

ο καπνός◼◼◻

κάπνισμα◼◻◻

καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις

füst, dohány

καπνός (ο)

füstgáz

απαέρια/αερολύματα

füstöl

κάπνισμα◼◼◼

καπνίζω

füstölt

καπνιστός◼◼◼

füstölt hering

καπνιστή ρέγγα

füstölt lazac

καπνιστός σολωμός

porfüstréteg

θόλωμα

ξηρή αχλύς

ξηρή αχλύς/θόλωμα

pára/porfüstréteg

θόλωμα

ξηρή αχλύς

ξηρή αχλύς/θόλωμα

Το ιστορικό σας