ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

önkormányzat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
önkormányzat

κοινότητα◼◼◼

αυτονομία◼◻◻

δήμος/δημαρχία

δημαρχία

δημαρχείο

önkormányzati környezetpolitika

περιβαλλοντική πολιτική της δημοτικής αρχής (του δήμου)

önkormányzati környezetvédelmi terv

δημοτικό περιβαλλοντικό σχέδιο

önkormányzati köztisztasági szolgáltatás

δημοτική υπηρεσία καθαριότητας

önkormányzati politika

πολιτική της τοπικής αυτοδιοίκησης

önkormányzati szint

επίπεδο δημοτικής αρχής

önkormányzati törvény

δημοτικό δίκαιο/δίκαιο τοπικής αυτοδιοίκησης

jogkör átruházása helyi önkormányzatokra

(διοικητική) αποκέντρωση/εκφυλισμός/ανάστροφη εξέλιξη

Το ιστορικό σας