ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αθλητικός

atlétikai◼◼◼

sportoló

αθλητικός τύπος

sportoló

αθροιστικός

összesített◼◼◼

kumulatív◼◼◻

αιγυπτιακός

egyiptomi

αιθιοπικός

etióp

αιρετικός

eretnek

αισθησιαρχικός

szenzációhajhász

αισθησιοκρατικός

szenzációhajhász

αισθητικός

kozmetikus◼◼◼

ακαδημαϊκός

tudományos◼◼◼

szakmai◼◻◻

akadémiai

akadémikus

tudós

άκακος

biztos

ακκαδικός

akkád

ακουστικός

akusztikus◼◼◼

ακροβατικός

akrobatikus

αλαζονικός

fennhéjázó

gőgös

αλβανικός

albán

albániai

αλγεβρικός

algebrai

Αλγεβρικός αριθμός

Algebrai szám

αλειφατικός υδρογονάνθρακας

alifás szénhidrogén

αλιευτικός

halászat◼◼◼

άλικος

skarlát

αλικυκλικός υδρογονάνθρακας

aliciklusos szénhidrogén

αλκαλική μπαταρία/αλκαλικός συσσωρευτής

alkáli elem

αλκαλικός

lúgos

αλκοολικός

alkohol◼◼◼

alkoholos◼◻◻

szeszes◼◻◻

alkoholista

αλλεργικός (-ή-ό)

allergiás

αλληλοβοηθητικός

segít

αλτρουιστικός

altruista

αλφαβητικός

alfabetikus◼◼◼

123