ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szakmai σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szakmai

επαγγελματίας◼◼◼

επαγγελματικός◼◼◼

προσφορά◼◼◻

ειδικός◼◻◻

έκτακτος◼◻◻

ακαδημαϊκός◼◻◻

szakmai gyakorlaton vagyok

είμαι ασκούμενος

szakmailag

επαγγελματικά◼◼◼

Το ιστορικό σας