ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tudományos σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tudományos

επιστημονικός◼◼◼

ακαδημαϊκός◼◻◻

tudományos együttműködés

επιστημονική συνεργασία◼◼◼

tudományos kutatás

επιστημονική έρευνα◼◼◼

Tudományos módszer

Επιστημονική μέθοδος

tudományos vita

επιστημονική διαμάχη

tudományosan

επιστημονικά◼◼◼

Το ιστορικό σας